πετσώνω — πετζώνω, ΝΜ [πετσί] επενδύω με δέρμα νεοελλ. 1. δημιουργώ κρούστα, πιάνω πέτσα 2. ναυτ. επικαλύπτω εξωτερικά το σκάφος με σανίδες ή λαμαρίνες 3. δέρνω αλύπητα 4. φρ. α) «τήν πέτσωσα» ή «είμαι πετσωμένος» έφαγα πολύ, παραχόρτασα … Dictionary of Greek
κωλοπετσωμένος — η, ο ευφυέστατος, ικανότατος, αλλά και παμπόνηρος («μην προσπαθήσεις να τόν κοροϊδέψεις, είναι κωλοπετσωμένος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κωλο * + πετσωμένος < πετσώνω «επενδύω, περιβάλλω με δέρμα» < πετσί] … Dictionary of Greek
πέτσωμα — το, Ν [πετσώνω] 1. η επένδυση, η επικάλυψη με δέρμα 2. δημιουργία κρούστας 3. εξωτερική επικάλυψη τού σκάφους με επάλληλες σειρές σανίδων που καρφώνονται ή με λαμαρίνες που καρφώνονται ή κολλούνται πάνω στους νομείς 3. χρηματική παροχή, από… … Dictionary of Greek
πετζώνω — Μ βλ. πετσώνω … Dictionary of Greek
πετσωτής — ο / πετζωτής, ΝΜ [πετσώνω] αυτός που επιδιορθώνει υποδήματα, μπαλωματής … Dictionary of Greek
πετσωτός — ή, ό, Ν [πετσώνω] αυτός που έχει επενδυθεί με δέρμα … Dictionary of Greek
πέτσωμα — το η πράξη και το αποτέλεσμα του πετσώνω, το πέτσιασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)